- λεβαντίνικος
- η , ο левантийский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεβαντίνικος — η, ο [Λεβαντίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λεβαντίνους … Dictionary of Greek